ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Το να γράψεις ένα μυθιστόρημα δεν είναι τόσο εύκολο, αλλά ταυτόχρονα είναι τόσο εύκολο όσο η αναπνοή.

                                                     ΜΙΑ  ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΗ  ΙΔΕΑ
Ήταν  αργά  το  βράδυ  και  καθόμουν  στη  βεράντα  με  το  σύντροφο  μου, μ’ ένα  ποτό  και  ξηρούς  καρπούς  και  φιλοσοφούσαμε.
Το  κάναμε  συχνά  αυτό. Μιλούσαμε  για  διάφορα  πράγματα, για  τη  πολιτική, τη  θρησκεία, την  οικογένεια. Kάποιες  φορές, ανασύραμε  αναμνήσεις  από  τις  διακοπές  μας  στα  νησιά, τις  γκάφες  μας  και  τις  περιπέτειες  μας.
Εκείνο  το  βράδυ  όμως  ήταν  διαφορετικό. Εκείνη  τη  νύχτα, οι  λέξεις  γέννησαν  απροσδόκητα  μια  ιδέα  στο  μυαλό  μου, που  γιγαντώθηκε  ξαφνικά  και  γρήγορα.
Μια  ιδέα  ακαθόριστη, χωρίς  υπόσταση, σαν  ένας  πίδακας  νερού  που  βρήκε  μια  σχισμή  στο  νου  και  ξεχύθηκε  σαν  ποτάμι  από  λέξεις  χωρίς  νόημα  για  να  φτάσει  να  δημιουργήσει  μια  λίμνη, μια  όαση  γεμάτη  ποίηση, φαντασία, όνειρο.
Άρχισα  να  γράφω. Η  ιδέα  έπαιρνε  υπόσταση  καθώς  οι  λέξεις  πληρούσαν  τις  γραμμές  του  τετραδίου. Οι  σελίδες  γέμιζαν  χωρίς  πολύ  σκέψη, αβίαστα  κι  αυθόρμητα, διάφορες  φράσεις  ανακατεμένες, διάφορες  παράγραφοι, μ’ ένα  αστεράκι  ενδιάμεσα  για  να  τις  ξεχωρίζω. Έγραφα  ότι  ξεπηδούσε  απ’ το  μυαλό  μου, ένα  συνονθύλευμα  από  αλήθειες, ψέματα, κυνικότητα, καθημερινότητα, αυτοσαρκασμό.
Λέξη-λέξη, ταξίδευα  κι  εγώ  μαζί  με  τον  ήρωα  μου  σε  μέρη  μακρινά, ταυτιζόμουν  σε  ότι  έκανε, μπλεκόμουν  μαζί  του  στις  περιπέτειες, πονούσα  μαζί  μ’ αυτόν, γελούσα  μαζί  μ’ αυτόν, έκανα  διάλογο  με  τους  γνωστούς  του  και  τους  φίλους  του. Πολλές  φορές  έπιανα  τον  εαυτό  μου  να  μονολογεί, προσπαθώντας  να  βρει  τις  κατάλληλες  λέξεις  που  θα  βγάλουν  την  ένταση  του  συναισθήματος  σε  ότι  βομβάρδιζε  το  μυαλό  μου  και  το  κατέγραφα, όσο  ασυνάρτητο  κι  ασύνδετο  με  τη  ροή  της  ιστορίας, μου  φαινόταν  εκείνη  τη  στιγμή.
Η  ιστορία  ζωντάνεψε  κι  άρχισε  να  με  καθοδηγεί  όταν  έχανα  τον  προσανατολισμό  μου. Μέσα  στο  νου  μου, υπήρχε  ένας  αόρατος  υποβολέας, που  μου  υποδείκνυε  και  μου  υπαγόρευε.
Και  ξαφνικά  έπεσα  στο  απόλυτο  κενό. Κοίταξα  το  γραπτό  μου  στο  σημείο  που  είχα  σταματήσει  την  προηγούμενη  και  ένιωθα  πως  άνοιξα  το  κουτί, του  νου  και  μέσα  δεν  υπήρχε  τίποτα  για  να  αγγίξω  παρά  ένα  σκοτεινό  απύθμενο  βάθος.Τις  επόμενες  μέρες  περιφερόμουν  στο  σπίτι  σαν  ζωντανή-νεκρή, κάνοντας  τις  δουλειές  μηχανικά  κι  έχοντας  στο  μυαλό  μου  μόνο  την  τελευταία  φράση  να  παίζει  ξανά  και  ξανά  στο  μυαλό  μου  σαν  χαλασμένο  γραμμόφωνο  που  κόλλησε  σ’ ένα  στίχο. Δεν  μπορούσα  να  το  πιστέψω. Το  μυαλό  μου, μετά  από  έναν  μαραθώνιο  ανάμεσα  στους  στενούς  διαδρόμους  ενός  λαβύρινθου, έπεσε  σε  αδιέξοδο, μ’ έναν  τοίχο  να  υψώνεται  μπροστά  του.
Άνοιξα  το  τετράδιο  κι  άρχισα  να  διαβάζω  ότι  είχα  γράψει, μήπως  και  φανεί  ξανά  εκείνη  η  λάμψη  που  μ’ έκανε  να  ξεκινήσω  αυτό  το  φανταστικό ταξίδι  κι  ανακάλυψα  ότι  μετά  από  πέντε  μήνες, το  χειρόγραφο  ήταν  ένας  κυκεώνας  από  ασύνδετες  σκέψεις  και  παραπομπές  από  σελίδα  σε  σελίδα. Αποφάσισα  να  βάλω  τάξη  και  ξεκίνησα  να  γράφω  στον  υπολογιστή  ακολουθώντας  το  μονοπάτι  των  παραπομπών. Ήταν  μια  οδύσσεια, αλλά  με  έκανε  να  νιώθω  μια  πρωτόγνωρη  πληρότητα  και  καθώς  έφτασα  στη  τελευταία  φράση, μετά  από  πολλές  μέρες, συνειδητοποίησα  ότι  η  πληρότητα  εκείνη  ήταν  αποτέλεσμα, της  αυτοεκτίμησης  που  ένιωθα  επειδή  δημιουργούσα  κάτι.
Όταν  το  εκτύπωσα  και  το  διάβασα  για  πρώτη  φορά  ολοκληρωμένο, χωρίς  τις  παραπομπές, που  μου  γρατζούνιζαν  το  μυαλό  σαν  τα  παράσιτα  στο  ραδιόφωνο, είδα  τις  ελλείψεις  και  τις  ανακατατάξεις  που  έπρεπε  να  γίνουν  για  να  διαβάζεται  καλύτερα  η  ιστορία.  Άλλαξα  τον  πρόλογο  δυο  φορές  και  μετέφερα  μερικές  παραγράφους  σε  άλλα  κεφάλαια  και  τότε  το  άδειο  κουτάκι  στο  νου  μου, γέμισε  ξανά, τόσο  που  ξεχείλισε.
Και  το  ταξίδι  ξεκίνησε  για  άλλη  μια  φορά  πιο  επιτακτικό. Όλα  έβγαιναν  πηγαία  σαν  να  τα  είχα  προγραμματίσει   μέσα  στο  μυαλό  μου. Πέρασε  ένας  χρόνος  κι  ακόμα  δεν  το  είχα  τελειώσει. Κάθε  φορά  που  έγραφα  κάτι, με  οδηγούσε  σε  κάτι  άλλο  που  με  γύριζε  πίσω, σε  άλλο  κεφάλαιο, σε  άλλη  παράγραφο, για  να  συμπληρώσω  κι  εκεί  κάτι  που  ήταν  απαραίτητο  για  τη  συνοχή, της  πλοκής  και  σ’ όλη  αυτή  τη  διαδρομή, συνέβαιναν  διάφορα  σχετικά  μ’ αυτό  που  έγραφα, όπως  μια  εκπομπή  στη  τηλεόραση, ένα  άρθρο  σ’ ένα  περιοδικό  ή  ένα  μήνυμα  από  ένα  site  στο  διαδίκτυο, μου  έδειχνε  κάτι  καινούργιο  που  το  προσέθετα  στα  κείμενα  μου. Σαν  να  είχε  συνωμοτήσει  το  σύμπαν  για  να  με  τροφοδοτήσει  με  πληροφορίες  που  θα  με  βοηθούσαν.
Όταν  έβαλα  τη  λέξη  «τέλος», μετά  από  τρία  χρόνια, δεν  πίστευα  ότι  είχε  περάσει  τόσος  καιρός. Κοίταξα  με  δέος  αυτό  που  δημιούργησα  κι  εκείνη  η  πληρότητα  που  είχα  νιώσει  παλιά, ξαναγύρισε  μαζί  με  την  αμφιβολία  αν  αυτό  που  έγραψα  ήταν  τελικά  καλό  ή  ανούσιο. 
 Όταν τελειώνω με κάποιο μυθιστόρημα, μένω "ερωτευμένη" με τον ήρωα αυτόν για μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν "γεννήσω" κάποιον άλλο ήρωα.
Και η περιπέτεια αρχίζει απ' την αρχή και μαζί και η έρευνα και η δημιουργία!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου